- ὑπηρετεία
- ὑπηρετ-εία, ἡ,A = ὑπηρεσία 11.1,
μακάρων App.Anth.2.263
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακάρων App.Anth.2.263
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπηρετεία — ἡ, Α [ὑπηρετεύω] υπηρεσία, παροχή υπηρεσιών … Dictionary of Greek
ὑπηρετείας — ὑπηρετείᾱς , ὑπηρετεία fem acc pl ὑπηρετείᾱς , ὑπηρετεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)